- ἀντιθετικῶς
- ἀντιθετικόςsetting in oppositionadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισόλεκτος — ἰσόλεκτος, ον (Μ) (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ίσες, δηλ. ισοσύλλαθες λέξεις, ή, κατ άλλη ερμηνεία, που έχει συντεθεί αντιθετικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος, κοινό λεκτος] … Dictionary of Greek